- ἀθλημάτων
- ἄθλημαcontestneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
LUCTA — an a luendo, i. e. solvendo, quod uterque luctântium ab altero se solvere niteretur; an a luxando, quod alter alterius membra luxare conaretur, dicta est. Hi enim omni modo corpore conserto brachiisque implicitis nitebantur se invicem humi… … Hofmann J. Lexicon universale
προσωπίδα — η / προσωπίς, ίδος, ΝΑ το προσωπείο νεοελλ. 1. ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου από χαρτόνι, ύφασμα ή άλλη ύλη 2. τεχνολ. προστατευτικό κάλυμμα τού προσώπου ή και όλης τής κεφαλής, το οποίο χρησιμοποιούν οι τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων, όπως… … Dictionary of Greek
σαμπρέλα — η, Ν 1. δακτυλιοειδής ελαστικός σωλήνας που γεμίζεται με αέρα υπό πίεση και τοποθετείται μεταξύ τού σώτρου ή ζάντας και τού ελαστικού τών τροχών διαφόρων οχημάτων, λ. χ, αυτοκινήτων, ποδηλάτων, ελκυστήρων, ο αεροθάλαμος 2. σφαιρικός θάλαμος… … Dictionary of Greek
σετ — I (Sete). Πόλη της Ν. Γαλλίας και λιμάνι στον κόλπο του Λέοντα (50 000 κάτ.). Ανήκει στο νομό Ερώ (Heraut) και απέχει 25 χιλ. από το Μονπελιέ. Το λιμάνι της είναι το δεύτερο, μετά τη Μασαλία, σε εμπορική σημασία στη Μεσόγειο για τη Γαλλία.… … Dictionary of Greek
σκουός — το, Ν άκλ. ονομασία δύο παρεμφερών αθλημάτων που παίζονται μεταξύ δύο ή τεσσάρων παικτών μέσα σε περιτοιχισμένο γήπεδο, με ρακέτες και μικρή μαλακή ελαστική μπάλα, και στη διάρκεια τών οποίων κάθε παίκτης προσπαθεί να στείλει την μπάλα με δύναμη… … Dictionary of Greek
στόπερ — ο, Ν άκλ. αθλητής ομαδικών αθλημάτων, ιδίως ποδοσφαιριστής, με ιδιαίτερη ικανότητα να συγκρατεί την μπάλα, να σταματάει την κίνησή της και να τής δίνει νέα πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stoper (βλ. λ. στοπ)] … Dictionary of Greek
σφυρίχτρα — και σφυρίκτρα, η, Ν 1. όργανο που, με τη διοχέτευση μέσα σ αυτό ρεύματος αέρα, παράγεται συριστικός ήχος, σφύριγμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ο διαιτητής ομαδικών αθλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα)] … Dictionary of Greek
ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… … Dictionary of Greek